- καταπτόηση
- ηεκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπτόηση, η — καταπτόηση, η, εκφοβισμός, κατατρόμαγμα: Ήταν τόση η καταπτόησή του, ώστε έτρεμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπτοήσῃ — καταπτοέω frighten aor subj mid 2nd sg καταπτοέω frighten aor subj act 3rd sg καταπτοέω frighten fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωχρίαση — η / ὠχρίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ] 1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις,… … Dictionary of Greek